-
1 хребет
хребетм1. анат. τό ραχοκόκκαλο, ἡ ραχοκοκκαλιά, ἡ σπονδυλική στήλη·2. (горный) ἡ ὁροσειρά, ἡ κορυφογραμμή, ἡ βουνοσειρά. -
2 хребет
-бга α. σπονδυλική στήλη, ραχοκοκκαλιά. || ράχη. || μτφ. κορυφή• κορυφογραμμή•хребет волны η κορυφή του κύματος.
|| οροσειρά•хребет пиндоса η οροσειρά της Πίνδου•
уральский хребет η οροσειρά των Ουραλίων.
εκφρ.гнуть (ломать) хребет – ισιώνω τη καμπούρα κάποιου (χτυπώ, ξυλοκοπώ)•жить (быть) за чьим -ом – έχω τη βοήθεια (προστασία) κάποιου. -
3 хребет
1. (позвоночник) η σπονδυλική στήλη 2. (горная цепь) η οροσειρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хребет
-
4 хребет
[χριμπιέτ] ουσ. α. σπονδυλική στήλη -
5 хребет
[χριμπιέτ] ουσ. α. σπονδυλική στήλη -
6 хребет
[χριμπιέτ] ουσ α σπονδυλική στήλη -
7 хребет
[χριμπιέτ] ουσ α σπονδυλική στήλη -
8 спинной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спинной
-
9 спинной
спиннойприл анат. νωτιαίος, τής ράχης:\спинной хребет ἡ σπονδυλική στήλη, τό ραχοκόκκαλο· \спинной мозг ὁ νωτιαίος μυελός. -
10 спинной
επ.της ράχης• νωτιαίος, ραχιαίος, ραχίτης•-ые позвонки νωτιαίο ι ή θωρακικοί σπόνδυλοι.
εκφρ.спинной мозг – νωτιαίος ή ραχίτης μυαλός•- ая струна – βλ. хорда (2 σημ.)•спинной хребет – σπονδυλική στήλη, ραχοκοκκαλιά. -
11 становой
επ.1. της υποδιοίκησης χωροφυλακής•-ое управление υποδιοικηση χωροφυλακής.
|| ουσ. α. ο υποδιοικητής χωροφυλακής.2. (παλ. κ. διαλκ.)• κύριος, βασικός, κεντρικός.εκφρ.становой пристав – υποδιοικητής χωροφυλακής•, становой хребет κ. -ая жила (απλ. κ. διαλκ.)• α) ή σπονδυλική στήλη. β) το βασικό, το κύριο•становой якорь – μεγάλη άγκυρα σκάφους.